- ἀμήτου
- ἄμητοςreapingmasc gen sgἀ̱μήτου , ἄμητοςreapingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμητοῦ — ἄμητος reaping masc/fem/neut gen sg ἀμητής reaper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμητού, Σελήνη — (Αστρον.). Η πανσέληνος που συμπίπτει με τη φθινοπωρινή ισημερία. Την περίοδο αυτή η ημερήσια επιβράδυνση της ανατολής της Σελήνης στο βόρειο ημισφαίριο είναι μικρότερη από οποιασδήποτε άλλης πανσελήνου του έτους. Συγκεκριμένα, η Σελήνη ανατέλλει … Dictionary of Greek
κοίτος — κοῑτος, ὁ (Α) 1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα 3. μάντρα, στάβλος 4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.) 5. η… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek